λᾶΐνεος

λᾶΐνεος
λᾶΐνεος and λάϊνος (λᾶας): of stone, stony; τεῖχος, in the interpolated passage, Il. 12.177.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαΐνεος — λαΐνεος, α, ον (Α) βλ. λάινος …   Dictionary of Greek

  • λαίνεος — λᾱΐνεος , λαίνεος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαινέας — λᾱϊνέᾱς , λαίνεος fem acc pl λᾱϊνέᾱς , λαίνεος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαινέων — λᾱϊνέων , λάινος of stone masc/fem gen pl (epic ionic) λᾱϊνέων , λαίνεος fem gen pl λᾱϊνέων , λαίνεος masc/neut gen pl λαῑνέων , λαῖνα laena fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίνεον — λᾱΐνεον , λαίνεος masc acc sg λᾱΐνεον , λαίνεος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάινος — λάϊνος, ΐνη, ον και λαΐνεος, έα, ον (Α) [λάας] 1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαρο («πάντη γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • λαινέαις — λᾱϊνέαις , λαίνεος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαινέαισι — λᾱϊνέαισι , λαίνεος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαινέη — λᾱϊνέη , λαίνεος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαινέην — λᾱϊνέην , λαίνεος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαινέης — λᾱϊνέης , λαίνεος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”